ΤΙ ΜΕΝΕΙ ΑΡΑΓΕ ΑΠΟ 45 ΧΡΟΝΙΑ ΜΑΧΟΜΕΝΗΣ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑΣ;
Συγγραφέας: Γρηγόρης Διαμαντόπουλος Αρχιτέκτων- Πολεοδόμος, Εκδότης: ΤΕΕ, ISBN: 978-960-8369-40-5, Τιμή: 35 ευρώ (με ΦΠΑ), Αθήνα 2008
Εκδόθηκε από το Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδας το βιβλίο: Τι μΕνει Αραγε απΟ 45 χρΟνια ΜαχΟμενης ΠολεοδομΙας; του συγγραφέα Γρηγόρη Διαμαντόπουλου, Αρχιτέκτονα Πολεοδόμου.
«Είμαστε περήφανοι για αυτή την έκδοση. Θέλουμε να παρουσιάσουμε το έργο των ελλήνων μηχανικών, και θα το κάνουμε με όσους τρόπους μπορούμε. Στο βιβλίο αυτό παρουσιάζεται ένα σημαντικό, πρωτοπόρο σε οργάνωση, σκέψη και εφαρμοσιμότητα, έργο ενός σπουδαίου ανθρώπου.
Μπορεί να συμβάλουν θετικά στο έργο ενός πολεοδόμου, ενός αρχιτέκτονα, οι αλλεπάλληλες διώξεις, οι εξορίες από Γερμανούς και Έλληνες, στην κατοχή, τον εμφύλιο, τη δικτατορία, οι συνεχείς διακοπές των σπουδών, ακόμα και η αλλαγή των τόπων και των ιδρυμάτων που τις παρείχαν; Μια καταφατική απάντηση θα οδηγούσε σε τρελά πολιτικά και ιδεολογικά αδιέξοδα. Στην περίπτωση του Γρηγόρη Διαμαντόπουλου, δεν χρειάζεται να μπούμε στον κόπο να μαντέψουμε πώς θα εξελισσόταν, κάτω από άλλες συνθήκες, η κοινωνική, επιστημονική, διδακτική και επαγγελματική του προσφορά. Ευτύχησε μέσα από το έργο του, στους χρόνους που μπορούσε να είναι παραγωγικό, να μας δώσει πολύτιμα δείγματα. Και οι έξι τομείς που, ειδικότερα, ασχολήθηκε και αποτελούν θεματικές ενότητες της έκδοσης:
Πόλη και νερό/ Δομή και οργάνωση της πόλης/ Ο πόλεμος του πεζού με τον τροχό/ Αντισεισμική πολεοδομική θωράκιση/ Αειφορική πολεοδομική ανάπτυξη/ Τα τραίνα – οι Σταθμοί τους και οι κάτοικοι συνιστούν, πλέον, ζητήματα συστηματικής παρέμβασης των μηχανικών, ατομικά ή συλλογικά. Μέσα από το βιβλίο θα συνειδητοποιήσουμε, για κάποια από αυτά, την αφετηρία, όχι του προβλήματος, αλλά της αντιμετώπισής του. Για όλα θα αναγνωρίσουμε βασικές αρχές, που τώρα μοιάζουν να έχουν την ευρύτερη αποδοχή.
Κάθε αναγνώστης θα διαμορφώσει άποψη για το πώς επηρεάστηκε, αλλά και, κατά το μέρος που του αναλογεί, επηρέασε γεγονότα και εξελίξεις ο Γρηγόρης Διαμαντόπουλος, με τη ζωή και το έργο του. Αλλά θα πρέπει και εδώ να πιθανολογήσουμε ότι τα πιστεύω του, που απορρέουν από τις λίγες λέξεις του βιβλίου, έναντι των πολλών που σηματοδοτούνται από τα σχέδια και τις εικόνες, δεν μπορεί να είναι ανεξάρτητα από το γεγονός όχι ότι ήταν γραμματέας της ΕΠΟΝ Πολυτεχνείου, αλλά, με συνέπεια και διάρκεια, ένας συνειδητοποιημένος μαχητής για μια κοινωνία ισότητας. Έτσι αναδείχθηκε ο (προσωπικός του) κανόνας «για τη μαχόμενη πολεοδομία» για το πραγματικό συμφέρον του κατοίκου – πολίτη. Η ανάγκη, το έργο της Τοπικής Αυτοδιοίκησης να στηρίζεται σε βιώσιμα σχέδια οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης. Η σχέση του μαχητή επαγγελματία μηχανικού με τη γραφειοκρατία, ώστε να μη θίγεται το όραμα για υψηλότερη ποιότητα ζωής και η σχέση επαγγελματικών και «εξωεπαγγελματικών» δραστηριοτήτων, ώστε να ενισχύεται η πιθανότητα να λάβει σάρκα και οστά.
Ο Γρηγόρης Διαμαντόπουλος έχει τιμηθεί στη ζωή του, από την τυπική, με βραβεία, αναγνώριση του έργου, ως την απεριόριστη εκτίμηση των συνεργατών του (η λογική της ομάδας τον διατρέχει στο έργο του), αλλά και όλων όσων τον γνώρισαν. Ας τον γνωρίσουν και οι νεότεροι μηχανικοί, αυτοί που αναζητούν το νέο, μέσα από τη συνέχεια ή την ανατροπή, αλλά με γνώση ό,τι αξιόλογου υπάρχει».
Γιάννης Αλαβάνος, Πρόεδρος Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδας
ΠΡΟΣΩΡΙΝΕΣ ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΠΡΟΔΙΑΓΡΑΦΕΣ (ΠΕΤΕΠ)
Συγγραφέας: Ινστιτούτο Οικονομίας Κατασκευών, Εκδότης: ΤΕΕ, ISBN: 978-960-8369-39-7, Τιμή: 15 ευρώ (με ΦΠΑ), Αθήνα 2008
Εκδόθηκε από το Τεχνικό Επιμελητήριο το βιβλίο με τίτλο: «ΠΡΟΣΩΡΙΝΕΣ ΕΘΝΙΚΕΣ ΠΡΟΔΙΑΓΡΑΦΕΣ (ΠΕΤΕΠ) Εργασίες Αποκατάστασης Ζημιών Κατασκευών από τον Σεισμό και λοιπούς Βλαπτικούς Παράγοντες», του Ινστιτούτου Οικονομίας Κατασκευών. Το Ινστιτούτο Οικονομίας Κατασκευών (Ι.Ο.Κ.) είναι Νομικό Πρόσωπο Ιδιωτικού Δικαίου, εδρεύει στην Αθήνα και εποπτεύεται από τον Υπουργό Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων, διατηρώντας τη διοικητική και οικονομική του αυτοτέλεια. Αποστολή του είναι η έρευνα και η μελέτη των θεμάτων που έχουν σχέση με τον σχεδιασμό, τις προδιαγραφές και την κοστολόγηση των έργων, αλλά και τις διαδικασίες χρηματοδότησης, ανάθεσης και ποιοτικού ελέγχου, και επίσης την παραγωγικότητα και τη διάρθρωση του κατασκευαστικού τομέα, και γενικώς κάθε άλλο θέμα που εντάσσεται στο πλαίσιο της παραγωγής των Δημοσίων και των Ιδιωτικών έργων.
Ενεργώντας εντός του ως άνω περιγράμματος δραστηριοτήτων, το ΙΟΚ μετέσχε ενεργά στο Πρόγραμμα Δράσεων για τον εκσυγχρονισμό του συστήματος παραγωγής των Δημοσίων Έργων (Action Plan), του ΥΠΕΧΩΔΕ, κατά την περίοδο 2003 ως 2006, μέσα στα πλαίσια του οποίου ανέλαβε τη σύνταξη των Προσωρινών Εθνικών Τεχνικών Προδιαγραφών (ΠΕΤΕΠ). Στο στάδιο αυτό συντάχθησαν οι ΠΕΤΕΠ 450 «τίτλων», το θεματολόγιο και η δομή των οποίων αναπτύσσεται στο κείμενο της Εισαγωγής του παρόντος, στις επόμενες σελίδες. Περιλαμβάνουν ένα πολύ σημαντικό τμήμα από το αντικείμενο των συνήθων τεχνικών έργων.
Οι ΠΕΤΕΠ έχουν τύχει γενικής αναγνωρίσεως και έχουν αποδειχθεί ως ένα ιδιαίτερα χρήσιμο εργαλείο για τον κόσμο των τεχνικών, ο οποίος έχει εκδηλώσει μεγάλο ενδιαφέρον για την, επ αυτών, ενημέρωσή του και την αξιοποίησή τους στις συμβάσεις και την κατασκευή των έργων. Το γεγονός αποδεικνύεται και από την υψηλή επισκεψιμότητα που παρουσιάζουν οι ιστοσελίδες του ΙΟΚ και της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Έργων, στις οποίες έχουν αναρτηθεί. Έχουν καταγραφεί περισσότερες από 80.000 τέτοιες επισκέψεις (downloads) των κειμένων τους. Ενδιαφέρον εκδηλώθηκε επίσης και από την Κύπρο, ο Σύνδεσμός Εργοληπτών Πάφου δημοσιεύει, επιλεκτικά, κείμενα των ΠΕΤΕΠ στο περιοδικό που εκδίδει.
Στην παρούσα έκδοση παρουσιάζονται 40 «τίτλοι» ΠΕΤΕΠ που αφορούν στις εργασίες αποκαταστάσεων – επισκευών – ενισχύσεων, για βλάβες από σεισμό ή άλλες αιτίες, και αποτελούν απαραίτητο προσάρτημα του Κανονισμού Επεμβάσεων (ΚΑΝΕΠΕ). Είναι επίσης αναρτημένες στην ιστοσελίδα του ΙΟΚ, του ΥΠΕΧΩΔΕ ΓΓΔΕ και του ΤΕΕ. Η διατύπωση σχολίων, παρατηρήσεων, διορθώσεων, αντιρρήσεων ή διαφορετικών απόψεων, από κάθε ενδιαφερόμενο και δυνάμενο να έχει γνώμη, είναι όχι μόνο ευπρόσδεκτη αλλά και επιθυμητή. Το ΙΟΚ πιστεύει ότι το αντικείμενο των ΠΕΤΕΠ δεν έχει ολοκληρωθεί και ότι απαιτείται η σύνταξη άλλων 200 «τίτλων» τουλάχιστον, για να θεωρηθεί ότι καλύπτεται επαρκώς το αντικείμενο των έργων του ευρύτερου δημόσιου, αλλά και του ιδιωτικού, τομέα, για την οποία απαιτείται και αναμένεται η εντολή του ΥΠΕΧΩΔΕ.
Έχει επίσης επισημάνει ένα πλήθος πιθανών δραστηριοτήτων, απαραιτήτων και επειγουσών για την προσαρμογή της χώρας μας προς τις Ευρωπαϊκές υποχρεώσεις της και για τη βελτίωση της ποιότητας των έργων, τις οποίες επιθυμεί και προσπαθεί να προωθήσει είτε κατ εντολήν της πολιτείας, είτε σε συνεργασία με το ΤΕΕ, τις εργοληπτικές Οργανώσεις, τους ΟΤΑ και κάθε άλλον αρμόδιο φορέα.
Θεόδωρος Βουδικλάρης, Πρόεδρος του ΙΟΚ
ΔΕΚΑΠΕΝΤΕ ΧΡΟΝΙΑ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑΣ
Συγγραφέας: Ευάγγελος Κουλουμπής, Πρώην Πρόεδρος ΤΕΕ, Πρώην Υπουργός, Εκδότης: ΤΕΕ, ISBN: 978-960-8369-33-7, Τιμή: 20 ευρώ (με ΦΠΑ), Αθήνα 2008
«Στην Ελλάδα όλα ξεχνιούνται» γράφει ο Κουλουμπής. Ευτυχώς δεν συμβάλλει ο ίδιος.
Η πρώτη σκέψη μου από το διάβασμα των «Δεκαπέντε χρόνων δημιουργίας» ήταν το σχετικά πρόσφατα διατυπωμένο, αλλά ήδη ανεπίκαιρο, σύνθημα: σεμνότητα και ταπεινότητα. Τα θέματα που αντιμετωπίζουμε σήμερα στο ΤΕΕ των μηχανικών με αριθμό μητρώου 118.000, είναι, με παραλλαγές, τα ίδια που τέθηκαν το 1975, στο ΤΕΕ των 18.000 μηχανικών. Οι λύσεις που προτείνονται αποτελούν μετεξέλιξη αυτών που προτάθηκαν μεταξύ 1975 και 1980. Δεν ανακαλύπτουμε κάθε φορά, με την εκλογή νέων οργάνων στο ΤΕΕ, τον τροχό. Όσοι ασχολούνται με το ΤΕΕ πρέπει να το συναισθάνονται αυτό. Οφείλουμε να τα ξέρουμε, όχι μόνο για να αποδώσουμε τιμή και εύσημα σε αυτούς που πρωτοπόρησαν, αλλά για να προχωρήσουμε μπροστά, κερδίζοντας από την εμπειρία και τη σοφία τους, «για να αναμετράμε το ρόλο και την πορεία του σημερινού Τ.Ε.Ε. στην προσπάθειά του, για την τεχνικοοικονομική πρόοδο της χώρας και την προκοπή των Ελλήνων μηχανικών».
Το βιβλίο δεν είναι ιστορικό σύγγραμμα. Θα αποτελέσει όμως βασική ιστορική πηγή για όσους θα ασχολούνται με την ιστορική εξέλιξη της Ελλάδας γενικότερα, των επιστημόνων της και των μηχανικών ειδικότερα. Στον Κουλουμπή έχουν προσωποποιηθεί τα οράματα και οι παρεμβάσεις μιας δημιουργικής γενιάς μηχανικών και του ΤΕΕ, είτε ήταν Πρόεδρός του, είτε είχε άλλη σημαίνουσα δημόσια θέση. Το βιβλίο θυμίζει, διευκρινίζει, απαντά, κυρίως ξαναγεννά ερωτήματα και καλεί τον αναγνώστη να απαντήσει στα κρίσιμα θέματα που απασχόλησαν τον τόπο για μια δεκαπενταετία. Από αυτήν την άποψη είναι ιδιαίτερα ευχάριστο. Τα προβλήματα τίθενται και ο αναγνώστης σπεύδει να τα απαντήσει πριν το συγγραφέα, σαν άσκηση που ελέγχει κάποιος προσφεύγοντας στο λυσάρι, την απάντηση δηλαδή που έδωσε την κρίσιμη στιγμή ο έχων και την ευθύνη. Συγγραφικά, όχι κατ’ ανάγκη ιστορικά, αυτό που αξίζει περισσότερο είναι η αποτύπωση της αγωνίας, του άγχους για την επιλογή, τη λύση που πρέπει να δοθεί, τη συγκεκριμένη στιγμή, με τα ελάχιστα περιθώρια χρόνου. Θυμίζει πολλές φορές τον εκτελεστή πριν από το πέναλτι, μόνο που το γκολ αφορά ανάπτυξη, παραγωγή, εργασία, συνθήκες ζωής. Και ο συγγραφέας το μεταφέρει απόλυτα αυτό το αίσθημα. Και αποτελεί ίσως την έκπληξη του βιβλίου. Ο Πρόεδρος που σόκαρε γιατί οι φωνές του υπερσκέλιζαν τις φωνές των πολλών διαφωνούντων μελών στις συνεδριάσεις της Αντιπροσωπείας, ο Πρόεδρος που δούλευε με την πίστη ότι η βαρύτητα του ρόλου του δεν ήταν μικρότερη από αυτήν ενός Υπουργού, ο Πρόεδρος που στις αποστολές στο εξωτερικό εμφανιζόταν ως ο «ψυχρός» εκφραστής των Ελληνικών θέσεων, ο Υπουργός που άκουγε με αντικειμενικότητα που σε «πλήγωνε» τις θέσεις των εκπροσώπων των μηχανικών [και ενεργούσε με την ίδια αντικειμενικότητα, και αυτό έφερνε αίσθημα ικανοποίησης], στο βιβλίο του προδίδει την ευαισθησία, στα όρια μερικές φορές της ανθρώπινης αδυναμίας, που έκρυβε τότε, περισσότερο από σήμερα.
Γιατί σήμερα ο Κουλουμπής, χωρίς δημόσιο αξίωμα, αποδεικνύει την πίστη του στη λογική του ενεργού πολίτη. Οι προφορικές υποδείξεις και οι κρίσεις του θέτουν όρια ασφαλείας σε παρεμβάσεις του ΤΕΕ. Το μεγαλύτερο ενδιαφέρον του βιβλίου, στις παρούσες στιγμές, δεν έγκειται στις ιστορικές αναδρομές του που καλύπτουν τα ενδιαφέροντα κάθε αναγνώστη, ακόμα και αυτού που αναζητά απαντήσεις που αφορούν ανθρώπινες σχέσεις. Βρίσκεται στο ότι σχολιάζει τα περισσότερα από τα μείζονα θέματα ανάπτυξης, τολμά απαντήσεις, αρκετές φορές σε αντίθεση με την κρατούσα, πάντα όμως με στέρεη λογική.
Πιθανά κάποιοι θα διαφωνήσουν με την περιγραφή των γεγονότων. Θα ήταν καλό να ακουσθεί η δική τους αίσθηση των πραγμάτων. Σίγουρα πολλοί θα διαφωνήσουν και με τις κρίσεις και με τις προτάσεις που περιλαμβάνονται στο βιβλίο. Αυτό θεωρώ ότι ήταν και είναι πάντα ένα από τα ζητούμενα του συγγραφέα. Προκύπτει η πίστη του ότι ενεργείς θετικά μέσα από διεργασίες. Αυτό που κανείς δεν μπορεί να παρακάμψει είναι οι πικρές διαπιστώσεις του. Ελάχιστες είναι προϊόν προσωπικής πικρίας. Όλες είναι αληθινές, είναι οδυνηρές, είναι υπαρκτές, παρούσες, ενεργές.
Θα αναμετρηθούμε, μαζί του, με αυτές.
Γιάννης Αλαβάνος, Πρόεδρος Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδας
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ. ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΓΝΩΣΗΣ(2 ΤΟΜΟΙ) – ΠΡΑΚΤΙΚΑ 3ου ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ 3 – 5 Ιουλίου 2006
Εκδότης: ΤΕΕ ISBN: 978-960-8369-29-0 Τιμή: 30 ευρώ (με ΦΠΑ) Αθήνα 2008
Το 3ο Βιομηχανικό Συνέδριο του ΤΕΕ (3-5 Ιουλίου 2006), πιστό στη μακρά παράδοση του Επιμελητηρίου και των γόνιμων αναζητήσεων του τεχνικού κόσμου της χώρας, επεχείρησε να προσεγγίσει τη βαθύτερη ουσία του αναπτυξιακού ζητήματος στην Ελλάδα, την παρουσίαση προβλημάτων που χαρακτηρίζονται από υψηλό βαθμό πολυπλοκότητας, την κατανόηση των διεθνών τάσεων και των διαφορετικών προσεγγίσεων που αναδεικνύονται, την τεκμηριωμένη εξέταση και την αξιολόγηση της μεγάλης εικόνας του παραγωγικού συστήματος της χώρας και ειδικότερα, τη διερεύνηση της στρατηγικής τοποθέτησής του και της προοπτικής του στον διεθνή ανταγωνισμό και τον νέο διεθνή καταμερισμό εργασίας.
Βασική επιδίωξη του Συνεδρίου ήταν να δώσει την ευκαιρία σε υπουργούς, εκπροσώπους κομμάτων και φορέων, σε στελέχη του δημοσίου τομέα, σε επιχειρηματίες, στελέχη επιχειρήσεων, πανεπιστημιακούς, ειδικούς επιστήμονες και τεχνικούς, να παρουσιάσουν τις εισηγήσεις τους και να συζητήσουν σε στρογγυλά τραπέζια. Ιδιαίτερη έμφαση δόθηκε στην προσέλκυση εισηγήσεων από νεότερους ερευνητές και μελετητές του βιομηχανικού και αναπτυξιακού φαινομένου καθώς και στη συμμετοχή εμπειρογνωμόνων κύρους από τον διεθνή χώρο.
Από τις περισσότερες εισηγήσεις αναδείχθηκε ο καταλυτικός ρόλος της σύνθεσης του μείγματος των δημόσιων πολιτικών και η ανάγκη για τη διαμόρφωση μιας στρατηγικής μακράς πνοής για την ανανέωση και αναδιάρθρωση του ελληνικού παραγωγικού συστήματος στην κατεύθυνση της ποιοτικής αναβάθμισής του με αιχμές: α) την αξιοποίηση της γνώσης και των αποτελεσμάτων της ερευνητικής δραστηριότητας, β) την ενσωμάτωση των τεχνολογιών πληροφορικής και επικοινωνιών παντού, γ) την αναγκαιότητα της συμβατότητας της παραγωγικής δραστηριότητας με την περιβαλλοντική προστασία και την αποδοτική χρήση πόρων, δ) την προώθηση της καινοτομίας ως τρόπου σκέψης και δράσης, ε) την ενθάρρυνση της ποιοτικής επιχειρηματικότητας που βασίζεται στη γνώση και την καινοτομία, στ) την καλλιέργεια της δημιουργικότητας, της κριτικής θεώρησης των πραγμάτων και της ανάπτυξης της πρωτοβουλίας στο πλαίσιο του εκπαιδευτικού συστήματος, ζ) την αναβάθμιση και αναδιοργάνωση της εκπαίδευσης των μηχανικών με την ανάδειξη νέων γνωστικών περιοχών, την ανάπτυξη νέων δεξιοτήτων, την ενίσχυση της οικονομικής και διοικητικής παιδείας τους, την καλλιέργεια μιας κουλτούρας δημιουργικής επιχειρηματικότητας. Η στρατηγική αυτή πρέπει ασφαλώς να εμπεριέχει και την αντιμετώπιση των διαφόρων παρενεργειών και χασμάτων (κοινωνικών, τεχνολογικών, περιφερειακών κ.ά.) που ανακύπτουν.
Ευελπιστούμε ότι το δίτομο αυτό έργο για την Ελληνική Βιομηχανία προς την Οικονομία της Γνώσης συγκεντρώνει τους προβληματισμούς της εποχής και μπορεί να παρέμβει δυναμικά στη διαμόρφωση κρίσιμων αποφάσεων για την ανάπτυξη του τόπου.
ΜΟΥΣΟΥΛΜΑΝΙΚΑ ΜΝΗΜΕΙΑ ΤΗΣ ΞΑΝΘΗΣ
Συγγραφέας: Χρύσα Μελκίδη, Αρχιτέκτων, δρ Τουρκολόγος, Εκδότης: ΤΕΕ, ISBN: 978-960-8369-27-6, Τιμή: 30 ευρώ (με ΦΠΑ), Αθήνα 2008
Τα μουσουλμανικά μνημεία της Ξάνθης δεν είχαν ως τώρα μελετηθεί. Ένας λόγος είναι η χρόνια έλλειψη επιθετικών αναπτυξιακών κριτηρίων στη διαχείριση της πολιτισμικής ιδιαιτερότητας της περιοχής. Ένας δεύτερος είναι ο δικός μας, των Ελλήνων μελετητών, αρνητικός τρόπος σκέψης και στάσης απέναντι στο επιστημονικό αντικείμενο. Όπως στους περισσότερους Έλληνες, ο τρόπος αυτός χαρακτηρίζεται από την συναισθηματική βάση της γνώσης μας για τους Οσμανλήδες και την άγνοια ή την άρνηση να αποδεχθούμε τον ιστορικό μας ρόλο στη συνδιαμόρφωση του οθωμανικού πολιτισμού. Έτσι, τα εκχωρήσαμε όλα, και εντελώς ανιστόρητα, στους Τούρκους..
Η μελέτη των μουσουλμανικών μνημείων της Ξάνθης είναι μια πρόκληση. Συμβάλλει σ΄ αυτό που σήμερα αποκαλούμε “διαπολιτισμική προσέγγιση”, δίνοντας στο βιβλίο εξαιρετική επικαιρότητα. Η προσέγγιση γίνεται με σοβαρό και συστηματικό τρόπο, και ελπίζουμε στην ένταξη της, σε μια ευρύτερη βάση μελετών που θα στοχεύουν στην ”επιθετική αξιοποίηση αναπτυξιακών κριτηρίων, κατά τη διαχείριση της πολιτιστικής ιδιαιτερότητας, κάποιων περιοχών της χώρας μας.” Αναφέρεται στο πλαίσιο της εξωτερικής και εσωτερικής πολιτικής που εφαρμόζεται από την Πολιτεία, με ιδιαίτερα εμπεριστατωμένη πληροφόρηση, και γόνιμη πολιτικοποίηση και ευαισθησία, για τα σημαντικά αυτά θέματα.
Η μεθοδολογία είναι πρωτότυπη και εισάγει, για πρώτη φορά στην επιστημονική πρακτική, μια μακρο-σκοπική μέθοδο «ολιστικής ανάλυσης και πολλαπλής προσέγγισης», πέρα από τα ως τώρα καθιερωμένα για την τεκμηρίωση των αρχιτεκτονικών έργων. Χρησιμοποιήθηκε ένα ευρύ φάσμα διαφορετικών ειδών πηγών, πολλές, διαφορετικές οπτικές γωνίες, επίπεδα και κριτήρια θεώρησης, με αξιοποίηση στοιχείων και από άλλες επιστήμες ή κλάδους.
Η αρχιτεκτονική των μουσουλμανικών μνημείων της Ξάνθης έχει τη σφραγίδα της κοινής ιστορίας, ειδικότερα, όμως, της αλλαγής των παραγωγικών σχέσεων του τέλους του 19ου αιώνα στην πόλη και της αναπτυξιακής της πορείας, στην οποία συμμετείχαν όλες οι άλλες πληθυσμιακές ομάδες του τόπου, που χαρακτηρίζονταν από διαφορετικές πολιτισμικές φυσιογνωμίες (Έλληνες ορθόδοξοι, καθολικοί, Εβραίοι, Αρμένιοι, νέγροι απόγονοι παλιών δούλων και γύφτοι). Γι’ αυτό, συνιστούν κοινή για όλους μας πολιτιστική κληρονομιά, αποπνέοντας, όπως πάρα πολλά μνημεία, μια αίσθηση ανθρώπινου μεγαλείου, επειδή ενσαρκώνουν την ατομική υπέρβαση και την αλληλεπίδραση διαφορετικών πολιτισμών, με αυθόρμητο και ειρηνικό τρόπο.
Χαρακτηρίζεται από αναλυτική επιστημονική σκέψη, γνώση και τεκμηρίωση του αντικειμένου, δυνατότητα σύνθεσης των δεδομένων και διαμόρφωσης συμπερασμάτων και προτάσεων, ”για τη διαχείριση και αξιοποίηση των μνημείων, σε όφελος των ιδίων και του κοινωνικού συνόλου”.