Η ταυτότητα της ελληνικής κοινότητας της Βενετίας στην αρχιτεκτονική και την πολεοδομία (14-16ος αιώνας)
Συγγραφέας: Νικολία Ιωαννίδου Εκδότης: ΤΕΕ ISBN: 978-960-8369-62-7 Τιμή: 25 Ευρώ (με ΦΠΑ), Αθήνα 2011
H Βενετία, η πόλη που “από την ουτοπία έγινε πραγματικότητα”, κατάφερε μέσα από την επιδίωξη για την επιβεβαίωση, αφενός της θρησκευτικής της πίστης, αφετέρου της αστικής της ταυτότητας, να διαμορφωθεί σε ένα ανεπανάληπτο αρχιτεκτονικό και πολεοδομικό σύνολο, το οποίο έμεινε σχεδόν αμετάβλητο από τον 15ο μέχρι τον 18ο αιώνα.
Η παρουσία εθνικών μειονοτήτων και ειδικότερα της ελληνικής κοινότητας Βενετίας επηρέασε την αρχιτεκτονική και όλες τις τέχνες, έτσι ώστε μερικές φορές δεν είναι τόσο εύκολα αναγνωρίσιμες οι ξένες επιρροές σε ένα χώρο που επεδίωκε να διατηρήσει την δική του φυσιογνωμία. H Βενετία, δέχθηκε τις ξένες επιρροές για να τις αναμορφώσει σε δικές της καλλιτεχνικές και αρχιτεκτονικές εκφράσεις και αποδέχθηκε το ξένο, μόνον αφού το έκανε δικό της.
Η ταυτότητα της ελληνικής αδελφότητας Βενετίας στην αρχιτεκτονική και στην πολεοδομία (14ος -16ος αιώνας) δεν μπορεί παρά να ταυτιστεί με την ιστορία και οργάνωση των θεσμών που δραστηριοποιήθηκαν στον χώρο της, με την πολιτική και αστική της συνείδηση και με τον απεριόριστο αριθμό σχέσεων και συμπτώσεων που διαδραματίστηκαν μέσα στον χώρο της ή έξω από αυτόν.
Οι βυζαντινές επιρροές, ήταν σαφείς από τον 11ο-13ο αιώνα στην αρχιτεκτονική των αστικών κατοικιών (Casa-fondaco) κατά μήκος του Μεγάλου Καναλιού (Canal Grande). Η επίδραση που είχε η βυζαντινή τέχνη και αρχιτεκτονική στη Βενετία είναι σαφής στα συντακτικά στοιχεία, στο αρχιτεκτονικό λεξιλόγιο και στις επιτείχιες διακοσμήσεις της βασιλικής του Αγίου Μάρκου (9ος-13ος αιώνας), όπου προσκλήθηκαν και συμμετείχαν βυζαντινοί τεχνίτες και αρχιτέκτονες. Ο ναός του Αγίου Μάρκου αποτέλεσε, άλλωστε, ένα από τα πρότυπα των ναών της πρώτης αναγέννησης της Βενετίας (τέλη 15ου – αρχές 16ου αιώνα) .
Ο γνωστός αρχιτέκτων και λόγιος της πρώτης Αναγέννησης στην Ιταλία, Leon Battista Alberti, (1404-1472), πρότεινε μία άποψη για την κριτική της τέχνης, συγγενική με τη θεωρία του νεοπλατωνισμού στο β΄μισό του 15ου αιώνα, επηρεασμένη από τον βυζαντινό λόγιο Εμμανουήλ Χρυσολωρά, ο οποίος δίδαξε πολλούς Ιταλούς ανθρωπιστές:
”Στα αγάλματα και στη ζωγραφική δεν θαυμάζουμε τόσο την ομορφιά των σωμάτων, αλλά περισσότερο το πνεύμα των καλλιτεχνών. Αυτό το πνεύμα σαν κερί πολύ καλά πλασμένο, δημιούργησε με πέτρα και με ξύλο, με μπρούτζο και με χρώματα, μία εικόνα που έπλασε ο καλλιτέχνης με τον νου του” .
Οι Έλληνες της Βενετίας πολλαπλασιάστηκαν μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης και κατά τον 15ο και 16ο αιώνα, συνεισέφεραν σημαντικά στην Αρχιτεκτονική, τη Χαρτογραφία, τη μελέτη των Μαθηματικών, την Φιλοσοφία, τη Ναυπηγική και στην αύξηση μετάδοσης της γνώσης, χάρη στην τυπογραφία.
Στο δικό τους αρχιτεκτονικό και πολεοδομικό σύνολο της πλατείας των Ελλήνων (16ος-17ος αιώνας, Campo dei Greci) είναι εμφανής ο συσχετισμός των επιλογών τους με την πολιτική, με ιστορικά γεγονότα, με τη θρησκεία και με τον τρόπο σκέψης. Ορισμένες από τις αναλογίες, που συναντώνται στη χάραξη της όψης του ναού του Αγίου Γεωργίου των Ελλήνων, παραπέμπουν στις αρμονικές αναλογίες της πυθαγόρειας κλίμακας, όπως είχαν ανακαλυφθεί εκ νέου και είχαν χρησιμοποιηθεί σε άλλα κτίρια της αναγέννησης στη Βενετία.
Οι επιλογές γνωστών αρχιτεκτόνων της αναγέννησης και του Μπαρόκ, ως υπευθύνων της μελέτης και της επίβλεψης των έργων στην πλατεία των Ελλήνων υποδεικνύουν ένα πυκνό πλέγμα σχέσεων των Ελλήνων με τις ενετικές αρχές και με τις άλλες αδελφότητες, όπου αυτοί δραστηριοποιούντο.
Η διασπορά της κατοίκησης των Ελλήνων στην πόλη και η συμμετοχή τους σε έργα επώνυμης αρχιτεκτονικής, ναούς, κοινωφελή έργα και έργα απλής κατοίκησης επιβεβαιώνει τη μοναδικότητα της αυλής των Ελλήνων ως χώρου εκπροσώπησης της ελληνικής αδελφότητας και αφετέρου επιβεβαιώνει την ταυτότητά τους στην αρχιτεκτονική και στην πολεοδομία στο σύνολο της πόλης.
Η έρευνα στις πηγές των Αρχείων της Ελληνικής Αδελφότητας Βενετίας, του Κρατικού Αρχείου Βενετίας, στο αρχείο του Μουσείου Correr, της Μαρκιανής βιβλιοθήκης, στα αρχεία θρησκευτικών Κοινοτήτων πολλές φορές αδημοσίευτων ανέδειξε μία κοινότητα που εκφραζόταν με τους δικούς της τρόπους στον επιφυλακτικό σε κάθε τι το νέο στον χώρο της Βενετίας.
Από την περίληψη της συγγραφέως.
Κτιριακά Έργα- Επιλογές
Συγγραφέας: Ελισάβετ Βακαλοπούλου Εκδότης: ΤΕΕ ISBN: 978-960-8369-60-3 Τιμή: 18 Ευρώ (με ΦΠΑ) Αθήνα 2011
Το Τεύχος περιλαμβάνει ένα μόνο μέρος του έργου μου σε κτιριακά αντικείμενα που ήταν η κύρια δραστηριότητα του γραφείoυ μέχρι το 1983 οπόταν, στηρίζοντας επιστημονικά & συνδικαλιστικά τον Πολεοδομικό Σχεδιασμό & την ΕΠΑ, ενεργοποίησα εντατικά το πολεοδομικό μου πτυχίο.
Από την κατηγορία I. Ιδιωτικά-νέες κατασκευές, με μελέτη-επίβλεψη έγιναν όσα κτίρια είχαν αναλάβει κατασκευαστικές εταιρείες & με μελέτη αυτεπιστασία όλες οι υπόλοιπες. Η απλή επίβλεψη προϋπέθετε την παρουσία ενός καλού εργοδηγού, αλλά και την συχνή αν όχι καθημερινή παρουσία της επίβλεψης στο εργοτάξιο. Η αυτεπιστασία, όπως την εφάρμοσα, εξασφαλίζει την επιλογή των συνεργείων ανά κατασκευαστικό αντικείμενο αντί του μοναδικού «εργολάβου με το κλειδί» και τη μείωση της εργολαβικής δαπάνης υπέρ της αυξημένης παρουσίας των επιστημόνων στο εργοτάξιο. Αλλά επί πλέον εξασφαλίζει μικρή απόκλιση, αν όχι ταύτιση αναλυτικού προϋπολογισμού και κόστους. Και καθώς διεξάγεται με όρους επίβλεψης φορέων του Δημοσίου, με επιμετρήσεις ανά έργο κι αντίστοιχες καταβολές, αποκλείει τη μη αποκατάσταση λαθών ή κακοτεχνιών.
Στην κατηγορία ΙΙ Ιδιωτικά-αποκαταστάσεις- αναπλάσεις όλα τα κτίρια πραγματοποιήθηκαν με μελέτη-αυτεπιστασία. Και η ανταμοιβή, όλων υποθέτω των μηχανικών που ασχολούνται με αυτή την κατηγορία είναι η επί πλέον εμπειρία που απαιτείται και κερδίζεται από όλες τις κατηγορίες και μεγέθη των αντίστοιχων κτιρίων. Όποιες κι αν είναι οι σχετικές γνώσεις κι η ανά κτίριο αποτύπωση και μελέτη, στην εφαρμογή οι καθαιρέσεις, οι διανοίξεις, οι αποξηλώσεις αιφνιδιάζουν, οι λύσεις ποικίλουν, συχνά απαιτούν αυτοσχεδιασμό. Όσο για τον ισχυρισμό υπέρ του πιο εύκολου κέρδους «αν κατεδαφιστεί και ξαναχτιστεί κοστίζει λιγότερο», τις περισσότερες φορές είναι ψέμα).
Στην κατηγορία IIΙ Αναθέσεις Δημοσίου & Ν.Π.Δ.Δ. άλλα κτίρια κατασκευάστηκαν με μελέτη – επίβλεψη, σε άλλα είχαμε μόνο την μελέτη & μερικά, παρά την πληρότητα της μελέτης εφαρμογής, δεν υλοποιήθηκαν από οικονομική αδυναμία των φορέων ή από ανόητες παρεμβάσεις στελεχών, αιρετών και μη, που ματαιώνουν κοινωνική υποδομή, ολοκληρωμένες μελέτες, οικονομικά προγράμματα. Μια από τις καλλίτερες μελέτες μας βρεφονηπιακού σταθμού, ύστερα από δύο χρόνων επεξεργασία του γραφείου μας, υπεύθυνη κι επίμονη παρακολούθηση από το Δ. Συμβούλιο του Σταθμού, έκδοση της οικοδομικής άδειας, προκήρυξη της δημοπρασίας, δεν εφαρμόστηκε. Γιατί; Επειδή κάποιος νεοεκλεγμένος δήμαρχος ήθελε με το εγκεκριμένο ποσό να κατασκευάσει ..τρεις σταθμούς για να ικανοποιήσει ψηφοφόρους τριών γειτονιών. Ο σταθμός στο τέλος δεν έγινε. Κι εμείς αρκούμαστε κάθε χρονιά στην μεταξύ κομμάτων κριτική για τη μη απορρόφηση των Κοινοτικών Πλαισίων..
Στην κατηγορία ΙV Αρχιτεκτονικοί Διαγωνισμοί πραγματοποιήθηκαν αποκλειστικά από το ατομικό μου γραφείο ή και σε συνεργασία. Φυσικά όλες με συμβούλους άλλων ειδικοτήτων. Αρχίζοντας από την δεκαετία `50 (ο πρώτος διαγωνισμός, πολεοδομικός, όπου πήραμε 2ρο βραβείο είναι του 1960), είχα την ευκαιρία να παρακολουθήσω την βαθμιαία αλλοίωση της αντικειμενικότητας των κριτών. Ώσπου φτάσαμε στα χρόνια των επιλογών που υπερφαλαγγίζουν τις επιτροπές κριτών και αναδεικνύουν ως «υπεράξιους» τους γνωστότερους κι εμπορικότερους διαγωνιζόμενους. Αψευδής μαρτυρία το Μουσείο της Ακρόπολης.
Όλες οι μελέτες, ακόμα & οι πιο μικρές ιδιωτικές, ήταν πληρέστατες σε σχέδια εφαρμογής & λεπτομερειών.
Ωστόσο σε όσες κατασκευάστηκαν με αυτεπιστασία, το αποτέλεσμα ήταν άψογο σε αντιστοιχία μελέτης-κατασκευής, προϋπολογισμού-δαπανών, χρονοδιαγράμματος-υλοποίησης, σε τεχνική αρτιότητα, οργάνωση εργοταξίων, εξοικονόμηση υλικών.
Πρέπει να μας προβληματίσει η αναβάθμιση του θεσμού της αυτεπιστασίας, γιατί συμφέρει ποιοτικά & οικονομικά τους φορείς, ιδιαίτερα τους ΔΗΜΟΥΣ, ενώ συνάμα αναδεικνύει τον ρόλο και αυξάνει την απασχόληση των μελετητών.
Από τον πρόλογο της συγγραφέως