Στην αλλαγή του προφίλ της ατμοσφαιρικής ρύπανσης στα μεγάλα αστικά κέντρα της χώρας, επικεντρώθηκαν οι ειδικοί που συμμετείχαν στη πρόσφατη συνεδρίαση της Ειδικής Μόνιμης Επιτροπής Προστασίας του Περιβάλλοντος της Βουλής, με θέμα: «Ατμοσφαιρική ρύπανση στο αστικό περιβάλλον». Όπως επισημάνθηκε, σήμερα, η βασική πηγή των καυσαερίων δεν είναι η βιομηχανία, αλλά το αυτοκίνητο, η κεντρική θέρμανση και ο κλιματισμός. Πρόσφατα δε -λόγω της οικονομικής κρίσης και της αύξησης της τιμής του πετρελαίου- η ανεξέλεγκτη καύση ξύλων και άλλων υλικών, προκάλεσε ανησυχητική αύξηση της αιθαλομίχλης, στην ατμόσφαιρα των μεγαλουπόλεων.
«Οι σύγχρονες τεχνολογίες έχουν απομειώσει τα προβλήματα των εκπομπών αέριων ρύπων τόσο όσον αφορά στην κυκλοφορία στις τεχνολογίες των οχημάτων, αλλά και όσον αφορά στη βιομηχανία», επεσήμανε η β αντιπρόεδρος της Δ.Ε. Αντωνία Μοροπούλου μιλώντας εκ μέρους του ΤΕΕ. Και υπογράμμισε πως, καθώς έχει αλλάξει το προφίλ της ατμοσφαιρικής ρύπανσης, ανάλογα πρέπει να αλλάξουν οι προτεραιότητες και οι πολιτικές για την αντιμετώπισή του.
Και τόνισε με έμφαση πως «το Τεχνικό Επιμελητήριο σε όλη του την πορεία έχει προβάλει την ανάγκη και νέων στρατηγικών στην έρευνα και τεχνολογία στην κατεύθυνση αυτή, αλλά και στην υιοθέτηση των προϊόντων της έρευνας και της καινοτομίας στις αναπτυξιακές διαδικασίες, έτσι ώστε να έχουμε αειφόρο βιομηχανία, δηλαδή να επιβαρύνει κατ’ ελάχιστον το περιβάλλον. Να έχουμε αειφόρες μεταφορές και να έχουμε και αειφόρο κατασκευή».
Και επίσης τόνισε: «Μέχρι σήμερα στην δεκαετία του 2000, υπήρξε η ανάπτυξη ενός ενδιάμεσου Σώματος Επιθεωρητών Περιβάλλοντος, τους οποίους πιστοποιούσε το Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδος και οι οποίοι έκαναν το έργο της σύνδεσης του ελέγχου του περιβάλλοντος από το κέντρο προς τον παραγωγό των ρύπων ή των καταναλωτή των ρύπων. Αυτοί οι Επιθεωρητές Περιβάλλοντος σήμερα δεν υπάρχουν πια σαν Σώμα, δεδομένου ότι το ΕΣΠΑ που ήταν το τελευταίο χρηματοδοτικό εργαλείο που τους κρατούσε σε δράση, έχει περαιώσει το χρόνο της ζωής του και δεν ξέρουμε τι προβλέπεται με το καινούργιο ΣΕΣ. Με το καινούργιο ΣΕΣ είναι φανερό ότι υπάρχει ανάγκη αυτού του διαμεσολαβητικό σώματος που θα κάνει πολιτική μέχρι και το τελευταίο καταναλωτή.
Επίσης η κ. Μοροπούλου εξέφρασε την άποψη ότι «η πολιτεία είναι υποχρεωμένη να χρησιμοποιήσει τα σημαντικά κέντρα τεχνογνωσίας που έχει, τα Πολυτεχνεία, όλες τις Πολυτεχνικές Σχολές της χώρας, τα Πανεπιστήμια και βεβαίως από την άποψη αυτή, θα πρέπει να διαμορφωθεί ένα νέο at hoc θεσμικό πλαίσιο που θα τα αξιοποιεί όλα αυτά και όχι μειοδοτικοί διαγωνισμοί που ακούμε ότι γίνονται σε αυτή τη φάση και οι οποίοι, απαξιώνουν, ενεργό δυναμικό και δομές της χώρας, που προκύπτουν από την επένδυση του κοινωνικού εσόδου της πολιτείας».
Και έκλεισε την ομιλία της λέγοντας: «Εμείς ως Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδος στην κατεύθυνση αυτή, θα ήμασταν στη διάθεσή σας για τέτοιες θεσμικές συμπράξεις, γιατί μπορούμε να δράσουμε καταλυτικά και να είμαστε στην διάθεσή σας για την ενημέρωση του κοινού – την οποία άλλωστε την πραγματοποιούμε – χαιρόμαστε πάρα πολύ που στις αίθουσες του Κοινοβουλίου μπορεί να υπάρξει ένας διάλογος και μία σύνδεση ανάμεσα στους ενεργούς Φορείς της κοινωνίας, της τεχνογνωσίας και τους πολιτικούς Φορείς».
Η Πρόεδρος της Επιτροπής Αικατερίνη Ιγγλέση, τόνισε πως σήμερα, η βασική πηγή των καυσαερίων δεν είναι η βιομηχανία, αλλά το αυτοκίνητο, η κεντρική θέρμανση και ο κλιματισμός. Αυτό είτε γιατί παρουσιάζεται εντονότερο το φαινόμενο της αποβιομηχανοποίησης της χώρας, είτε μεταφέρονται οι μονάδες από τις πόλεις – κέντρο στην περιφέρεια, ενώ παράλληλα αυξάνεται η χρήση του αυτοκινήτου στις πόλεις, καθώς και οι ανάγκες κατοικίας και εργασίας για θέρμανση και κλιματισμό.
Σημαντικό ρόλο παίζουν, όμως, και οι κλιματολογικές οικολογικές συνθήκες ενός αστικού κέντρου. Η πυκνή δόμηση και οι πολυκατοικίες, η οικοπεδοποίηση, η απουσία δασών και λιμνών από την περιφέρεια των πόλεων, η αύξηση των μεταβολών των μετεωρολογικών φαινομένων, οι αστικές καταιγίδες που παρατηρούνται, κυρίως, το καλοκαίρι, το φαινόμενο της θερμικής αναστροφής με συνέπεια το μη καθαρισμό της ατμόσφαιρας και τον εγκλωβισμό του νέφους. Όλοι αυτοί οι παράγοντες εντείνονται από την κλιματική αλλαγή και δεν πρέπει να υποτιμώνται στην ανάλυση του προβλήματος της ατμοσφαιρικής ρύπανσης.
«Πρόσφατα μας απασχόλησε εκ νέου, με ιδιαίτερη ένταση το 2012, λόγω της οικονομικής κρίσης και της αύξησης της τιμής του πετρελαίου η ανεξέλεγκτη καύση ξύλων και άλλων υλικών προκάλεσε ανησυχητική αύξηση της ρύπανσης στην ατμόσφαιρα του λεκανοπεδίου της Αττικής, της λεγόμενης αιθαλομίχλης, επεσήμανε. Από την άλλη πλευρά, όμως, λόγω της οικονομικής κρίσης μειώθηκε η χρήση του αυτοκινήτου στην πόλη και ως εκ τούτου η ατμόσφαιρα της πόλης θα μπορούσε κανείς να πει ότι ήταν «καθαρότερη».
Τα έντονα φαινόμενα αιθαλομίχλης επανέφεραν στο δημόσιο διάλογο εκ νέου θέματα όπως ο έλεγχος της λαθρεμπορίας καυσίμων, η ενίσχυση κατανάλωσης πετρελαίου θέρμανσης, η εντατικοποίηση των ελέγχων σε όλο το κύκλωμα διάθεσης προϊόντων, όπως τα καυσόξυλα, πέλετ, άλλη βιομάζα, καθώς και ο έλεγχος των διάφορων εγκαταστάσεων καύσης, οι οποίες συχνά δεν διαθέτουν τις αναγκαίες προδιαγραφές και πιστοποιήσεις, ώστε να διασφαλίζεται ότι δεν ρυπαίνουν το περιβάλλον».
Από το Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας μίλησε η Ρεβέκκα Μπατμάνογλου η οποία και είπε πως για το Μονοξείδιο του Άνθρακα (CO), που είναι ένας από τους πρωτογενείς ρύπους, κύρια πηγή είναι οδικές μεταφορές με μια συνεισφορά της τάξης του 50% και ακολουθούν η κεντρική θέρμανση και μετά η βιομηχανία. Για τα Οξείδια του Αζώτου (NOx), κύρια πηγή είναι η βιομηχανία και ακολουθούν οι οδικές μεταφορές και μετά οι θαλάσσιες εθνικές μεταφορές. Για τις εκπομπές Διοξειδίου του Θείου (SO2), κύρια πηγή είναι η βιομηχανία. Σε ο,τι αφορά τις εκπομπές των Αιωρούμενων Σωματιδίων (ΑΣ10), κύρια πηγή είναι η κεντρική θέρμανση και μετά η βιομηχανία, που και οι δύο αυτοί παράγοντες συνεισφέρουν ένα ποσοστό της τάξης του 70% – 72%.
Ο Ιωάννης Λαζαρίδης από το Υπουργείο Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων, δήλωσε: «Αναφορικά με το αντικείμενο της ανάπτυξης της προώθησης της ηλεκτροκίνησης, καθώς επίσης και των υποδομών για την λιανική διάθεση εναλλακτικών καυσίμων στην χώρα μας, σε συνδυασμό με τις αρμόδιες αρμοδιότητες της υπηρεσίας μας, έχουμε ήδη προχωρήσει και ολοκληρώσει νομοθετικές πρωτοβουλίες που αφορούν: Στην ανάπτυξη υποδομών για την προώθηση της ηλεκτροκίνησης οχημάτων, στην ανάπτυξη υποδομών για την προώθηση κίνησης αυτοκινήτων οχημάτων με κινητήρες υγραερίου LPG και πεπιεσμένου φυσικού αερίου.
Ανάπτυξη- προώθηση συνεργείων και τεχνιτών αερίων καυσίμων LPG. Σήμερα λειτουργούν 800 πρατήρια με καύσιμο υγραέριο, σε σύνολο 5200, και η τάση είναι σε 4 με 5 χρονιά, το 70% των πρατηρίων να διαθέτουν καύσιμο LPG . Θα σας δώσω και μερικά νούμερα, για το πώς κινείται η αγορά αυτών των οχημάτων.
Με στοιχεία που έχουμε από τον Μάιο, δυστυχώς όχι επικαιροποιημένα, σε ένα συνολικό στόλο κυκλοφορούντων οχημάτων περίπου 8.190.000 αυτοκινήτων, έχουμε περίπου στα 80 ηλεκτροκίνητα, υβριδικά γύρω στα 160.000, έναν συνολικό στόλο αμιγώς υγραεριοκίνητων οχημάτων γύρω στα 400 και έναν στόλο οχημάτων που κινούνται με CNG, κυρίως φορτηγά και μεγάλα λεωφορεία, που είναι γύρω στα 1000 αυτοκίνητα, συν 500 λεωφορεία, συν 110 απορριμματοφόρα. Όσον αφορά το συνολικό αριθμό πρατηρίων που διαθέτουν CNG, είναι γύρω στα 8 και ο συνολικός αριθμός προσβάσιμων φορτιστών ηλεκτροκίνητων οχημάτων μέσης φόρτισης είναι 23 και υψηλής φόρτισης 1 μονάδα».
Η Βασιλική Καραούλη από τη Διεύθυνσης Δημόσιας Υγείας τόνισε πως «οι επιδράσεις στην υγεία από την έκθεση στους ατμοσφαιρικούς ρύπους που έχουν τεκμηριωθεί, περιλαμβάνουν μείωση αναπνευστικής ικανότητας, αύξηση συχνότητας αναπνευστικών συμπτωμάτων και χρήσης φαρμάκων, μείωση δραστηριότητας είτε αθλητικής, είτε επαγγελματικής, αύξηση επισκέψεων σε γιατρούς και εξωτερικά ιατρεία, αύξηση εισαγωγών επειγόντων περιστατικών στα νοσοκομεία, αύξηση θνησιμότητας και μείωση του προσδόκιμου επιβίωσης.
Με πρόσφατα στοιχεία του Π.Ο.Υ., περίπου 3,7 εκατ. άνθρωποι πέθαναν πρόωρα εξαιτίας της εξωτερικής ατμοσφαιρικής ρύπανσης. Πολύ συνοπτικά, έχουμε ένα ποσοστό από θανάτους που οφείλονται σε εγκεφαλικά, καρδιακά επεισόδια, ένα μικρότερο ποσοστό που οφείλεται σε λοιμώξεις του κατώτερου αναπνευστικού και 6% δυστυχώς θανάτων σε καρκίνο του πνεύμονα».
Ο Ιωάννης Σαγιάς από τον Συνήγορο του Πολίτη τόνισε πως «πέρα από τις μετρήσεις που είναι ένα τεχνικό ζήτημα υπάρχει σοβαρή έλλειψη ανθρώπινων και χρηματοοικονομικών πόρων στους μηχανισμούς που είναι επιφορτισμένοι με τον έλεγχο, και εδώ ο Συνήγορος έχει όσο μπορέσει –πιέσει προς την αναβάθμιση αυτών των μηχανισμών. Επίσης έχουμε προβλήματα με την νομοθεσία σε ότι αφορά την αδειοδότηση των επιμέρους δραστηριοτήτων οι οποίες προκαλούν κάποιους ρύπους και εκείνο δεν θα το ανοίξουμε εδώ είναι ένα κεφάλαιο από μόνο του αλλά πρέπει να το τονίσουμε ότι πέρα δηλαδή από τις μετρήσεις και τους μηχανισμούς έχουμε προβλήματα στο νομοθετικό πλαίσιο για την αδειοδότηση. Επίσης εντοπίστηκε ιδιαιτέρως προβληματικό ζήτημα που αφορά βεβαίως και την κοινοτική νομοθεσία όχι μόνο την ελληνική. Το πρόβλημα της νομοθεσίας για την περιβαλλοντική ευθύνη η οποία περιορίζεται στα ζητήματα που αφορούν το έδαφος και τα ύδατα και μόνο από την πίσω πόρτα αν θέλετε μπορούν να μπουν τα προβλήματα της ατμοσφαιρικής ρύπανσης όταν αυτά μεταφέρονται στο έδαφος και στα νερά».
Η Αικατερίνη Φλιάτουρα (Ειδική Επιστήμονας του Συνηγόρου του Πολίτη υπογράμμισε οτι «τα κύρια προβλήματα που διαπίστωσε ο Συνήγορος συνδέονται με την έλλειψη ενός αποτελεσματικού ελεγκτικού μηχανισμού από την πλευρά της πολιτείας και συγκεκριμένα διαπιστώνεται στην περιφέρεια. Επίσης, υπάρχει η αδυναμία διενέργειας ελέγχων, καθώς παρατηρείται ελλιπής στελέχωση στις εμπλεκόμενες ελεγκτικές υπηρεσίες. Ένας δεύτερος άξονας προβλημάτων σχετίζεται με το μη σύννομο καθεστώς αδειοδότησης των εγκαταστάσεων. Οι μονάδες για τις οποίες μιλάμε συγκεκριμένα, δεν διέθεταν περιβαλλοντικούς όρους σε ισχύ».
Ο Χρήστος Χρηστάκης (Εκπρόσωπος της Πρωτοβουλίας Πολιτών Ecoeleusis) είπε χαρακτηριστικά ότι «οι εργατικές κατοικίες Μάνδρας, η παραλία Ασπροπύργου, τα νεόκτιστα Ασπροπύργου, μερικές φορές ζουν εφιαλτικές νύχτες και είναι δίπλα στην Αθήνα. Κύματα οσμών και από τα δύο διυλιστήρια, αλλά και από τη χωματερή της Φυλής επισκέπτονται το Θριάσειο. Η ίδια η χωματερή της Φυλής, αποτελεί πηγή ατμοσφαιρικής ρύπανσης. Κανένας περιβαλλοντικός έλεγχος δεν γίνεται στο Θριάσειο, χωρίς πίεση από τους πολίτες. Η αρμόδια υπηρεσία περιβάλλοντος της περιφερειακής ενότητας δυτικής Αττικής είναι τραγικά υποστελεχωμένη, δύο υπάλληλοι για να ελέγξουνε καταστάσεις, που σώματα ολόκληρα επιθεωρητών περιβάλλοντος με εξειδικευμένες γνώσεις θα έπρεπε να ελέγχουν».
Ο Σπυρίδων Πανδής, καθηγητής του Τμήματος Χημικών Μηχανικών του Πανεπιστημίου Πατρών τόνισες: «Σαν μηχανικός είναι υπερήφανος ότι τελικά με τα αυτοκίνητα κατά μέσο όρο έχουμε κάνει πολύ καλή δουλειά. Ένα αυτοκίνητο σήμερα εκπέμπει περίπου το 1% απ’ ό,τι εξέπεμπε ένα αυτοκίνητο τη δεκαετία του 1980 ή ακόμα και του 1990. Οπότε, τα αυτοκίνητα ναι είναι σημαντικό πρόβλημα, αλλά πολύ μικρότερο απ’ ό,τι ήταν πριν από 10 ή 15 χρόνια. Δεν σημαίνει ότι πρέπει, να ξεχάσουμε, αλλά σημαίνει ότι πρέπει, να κοιτάξουμε κι άλλα πράγματα».
Και ιδιαίτερα αναφέρθηκε στην καύση των αγροτικών αποβλήτων. Υπολογίσαμε –είπε- ότι αν καίμε τα 3/4 από τα κλαδιά που κλαδεύονται κάθε χρόνο, αυτό δίνει μια εκπομπή 132 τόνων μικρών σωματιδίων, αυτό είναι τεράστιο νούμερο. Για σύγκριση, το 1,5 εκατ. αμάξια που έχουμε στην Ελλάδα δίνουν 45 τόνους.
«Η καύση των ξύλων σε οποιαδήποτε μορφή είναι η χειρότερη πηγή ρύπανσης, δεν υπάρχει τίποτα χειρότερο όσον αφορά τα μικρά σωματίδια από το να καίμε ξύλο. Ξέρουμε για τα ξύλα στα τζάκια ότι η καύση των αγροτικών αποβλήτων στην Ελλάδα είναι σημαντικό ιδίως για τις επαρχιακές πόλεις, αλλά και για την Αθήνα. Για την Αθήνα είναι 5% – 10% για μέρη σαν την Πάτρα είναι 30%, για την Θεσσαλονίκη 20% και κάτι το οποίο είναι ιδιαίτερα σημαντικό, είναι ότι όλα αυτά τα ξύλα είναι πολύτιμη πηγή ενέργειας, οι άλλες χώρες τα μαζεύουν είτε τα κάνουν θερμότητα, είτε τα κάνουν ηλεκτρισμό, εμείς βασικά τα κάνουμε καπνό και ρύπανση».
Τέλος, ο Βασίλης Λύκος, Επιστημονικός Συνεργάτης του Υπουργού Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων τόνισε πως «είναι μια απάντηση στο πρόβλημα, η αυστηροποίηση των ελέγχων κυρίως για ιδιωτικά οχήματα και φυσικά η ενθάρρυνση εναλλακτικών μορφών μετακίνησης, όπως είναι η ποδηλατοδρόμοι».