Τρεις προσφυγές ΤΕΕ ενώπιον της Επιτροπής της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την προστασία των επαγγελματικών Δικαιωμάτων των Μηχανικών
Τη συστηματική παραβίαση της οδηγίας 2005/36/ΕΚ σχετικά με την αναγνώριση των επαγγελματικών προσόντων, κατήγγειλε ο πρόεδρος του ΤΕΕ Χρήστος Σπίρτζης με τρεις προσφυγές ενώπιον της Επιτροπής της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ζητώντας την άμεση και σαφή προστασία των επαγγελματικών δικαιωμάτων των μηχανικών.
Με τις τρεις προσφυγές το ΤΕΕ στρέφεται κατά: α) του ελληνικού Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων, β) της Ιταλικής Δημοκρατίας και γ) του Ηνωμένου Βασιλείου αντίστοιχα. Ειδικότερα το ΤΕΕ τεκμηριώνει στις προσφυγές του ότι:
-H Ελλάδα δεν έχει μεταφέρει ορθά στην εσωτερική έννομη τάξη την Οδηγία 2005/36/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 7ης Σεπτεμβρίου 2005, αναφορικά με την αναγνώριση των επαγγελματικών προσόντων. Στο «Συμβούλιο Αναγνωρίσεως Επαγγελματικών Προσόντων» του Υπουργείου Παιδείας, μόνον ένα από τα μέλη του εκπροσωπεί το ΤΕΕ, ενώ τα υπόλοιπα έξι δεν έχουν σχέση με την άσκηση του επαγγέλματος του μηχανικού και, επομένως, καλούνται να αποφανθούν επί θέματος το οποίο δεν γνωρίζουν, ελλείψει σχετικής επαγγελματικής κατάρτισης, με συνέπεια να βρίσκονται σε πλήρη αδυναμία να προβούν σε ορθή κρίση και να επιβάλουν, αν είναι αναγκαίο, τα κατάλληλα αντισταθμιστικά μέτρα.
-H Ιταλική Δημοκρατία δεν ελέγχει αποτελεσματικά τα πτυχία που χορηγούνται από συγκριμένα εκπαιδευτικά ιδρύματα στο έδαφός της, με αποτέλεσμα να ενεργεί κατά παράβαση της υποχρέωσης τήρησης των ελάχιστων όρων εκπαίδευσης, σύμφωνα με τις διατάξεις της Οδηγίας.
-To Ηνωμένο Βασίλειο δεν ελέγχει επαρκώς την ποιότητα των πτυχίων μηχανικών που απονέμονται από εκπαιδευτικά ιδρύματα ανώτατης εκπαίδευσης που είναι εγκατεστημένα στην επικράτειά του, ενώ βεβαιώνει ότι συγκεκριμένα προσόντα παρέχουν πρόσβαση στο επάγγελμα αυτό, στην πράξη, η άσκηση του επαγγέλματος μόνο με τα προσόντα αυτά, δεν είναι δυνατή ούτε στην επικράτειά του. Ακολουθεί αναλυτική ενημέρωση
ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΤΕΕ ΚΑΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΠΑΙΔΕΙΑΣ
Να εφαρμοστεί ορθά η Ευρωπαϊκή Οδηγία από το ελληνικό υπουργείο Παιδείας
Στην περίπτωση του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων το ΤΕΕ καταγγέλλει ότι η Ελλάδα δεν έχει μεταφέρει ορθά στην εσωτερική έννομη τάξη την Οδηγία 2005/36/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 7ης Σεπτεμβρίου 2005, αναφορικά με την αναγνώριση των επαγγελματικών προσόντων. Ειδικότερα, το πρόβλημα εστιάζεται στον καθορισμό της εθνικής αρχής που είναι αρμόδια να δέχεται τις αιτήσεις των ενδιαφερομένων, μεταξύ άλλων για την άσκηση του κατοχυρωμένου στην Ελλάδα επαγγέλματος του μηχανικού και να εκδίδει τις αποφάσεις αναγνώρισης των επαγγελματικών προσόντων με βάση το γενικό σύστημα αναγνώρισης των επαγγελματικών προσόντων που θέτει η Οδηγία. Ως τέτοια αρμόδια αρχή, η Ελλάδα όρισε με το ΠΔ 38/2010, το «Συμβούλιο Αναγνωρίσεως Επαγγελματικών Προσόντων» του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων, το οποίο απαρτίζεται από επτά μέλη. Ωστόσο, όταν το όργανο αυτό κρίνει αιτήσεις αναγνώρισης επαγγελματικών προσόντων μηχανικών, μόνον ένα από τα μέλη του εκπροσωπεί το ΤΕΕ, ενώ τα υπόλοιπα έξι δεν έχουν σχέση με την άσκηση του επαγγέλματος του μηχανικού και, επομένως, καλούνται να αποφανθούν επί θέματος το οποίο δεν γνωρίζουν, ελλείψει σχετικής επαγγελματικής κατάρτισης, με συνέπεια να βρίσκονται σε πλήρη αδυναμία να προβούν σε ορθή κρίση και να επιβάλουν, αν είναι αναγκαίο, τα κατάλληλα αντισταθμιστικά μέτρα. Την ίδια ώρα, το ΤΕΕ, ενώ κατά τη νομοθεσία είναι νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου και αποτελεί την επαγγελματική οργάνωση των διπλωματούχων των Πολυτεχνικών Σχολών της χώρας, άρα το μόνο κατάλληλο κρατικό όργανο να κρίνει θέματα επαγγελματικών προσόντων αυτών, παραμένει αποξενωμένο από τη διαδικασία. Επιπλέον, το αγνοεί συστηματικά τις εισηγήσεις του μέλους του ΤΕΕ, οι οποίες βασίζονται σε επαγγελματικά κριτήρια, μεταξύ άλλων ως προς την ανάγκη επιβολής αντισταθμιστικών μέτρων σε αιτούντες, οι οποίοι ζητούν να εγγραφούν στο μητρώο του ΤΕΕ, χωρίς, όμως, κατά την άποψη του ΤΕΕ, να έχουν επαρκή επαγγελματικά προσόντα για να ασκούν το επάγγελμα του μηχανικού στην Ελλάδα. Αποτέλεσμα αυτού είναι ότι, σύμφωνα με το σύστημα αναγνώρισης που κατοχυρώνει η Οδηγία, το ΤΕΕ, παρά την αντίθεσή του, είναι υποχρεωμένο να εγγράφει στο μητρώο του και κατά συνέπεια να αποκτούν επαγγελματικά δικαιώματα μηχανικού στην Ελλάδα, επαγγελματίες που δεν πληρούν τα προσόντα εγγραφής, κατά παραβίαση του γράμματος και του πνεύματος της Οδηγίας, αφού οι αιτήσεις τους έχουν εξεταστεί από «αρμόδια αρχή», που δεν έχει τη δυνατότητα να προβεί σε τέτοιον έλεγχο. Όπως επισημαίνει το ΤΕΕ στην προσφυγή του, το Π.Δ. 38/2010 (ΦΕΚ 78 Α’, Παράρτημα Ι), με το οποίο η Ελληνική νομοθεσία εναρμονίσθηκε με την Οδηγία αρχικά στο άρθρο 54, παράγραφος 5, προέβλεπε ότι το ΤΕΕ θα ασκούσε από 1.1.2013 την αρμοδιότητα αναγνώρισης επαγγελματικών προσόντων. Ωστόσο, το διάταγμα αυτό τροποποιήθηκε, από 12.11.2012, με την Παράγραφο Θ, Υποπαράγραφο Θ.16 του άρθρου πρώτου του Ν. 4093/2012 (ΦΕΚ 222 Α’, Παράρτημα ΙΙ), η παράγραφος 5 του άρθρου 54 καταργήθηκε και η σχετική αρμοδιότητα παρέμεινε στο ΣΑΕΠ, προκειμένου να αντιμετωπιστούν, όπως αναφέρεται στην εισηγητική έκθεση, όλες οι περιπτώσεις ενιαία. Και μόνον όμως η αιτιολογία αυτή της νέας διάταξης καταδεικνύει την παραβίαση, εκ μέρους της Ελλάδας, της Οδηγίας: Η «ενιαία» αντιμετώπιση, δηλαδή η αντιμετώπιση από το ίδιο συλλογικό όργανο, με την ίδια ουσιωδώς σύνθεση, όλων των, εκ του νόμου και εκ των πραγμάτων ανομοιογενών περιπτώσεων αναγνώρισης επαγγελματικών προσόντων, την οποία επιδιώκει η νέα διάταξη καταργώντας την παλιά, οδηγεί σε πλήρη στρέβλωση και παραβίαση του γράμματος και του πνεύματος της Οδηγίας Κατά το ΤΕΕ, η εν λόγω διάταξη του Ν. 4093/12 παραβιάζει την οδηγία καθώς είναι σαφές από το γράμμα και το πνεύμα του νομοθέτη της Ένωσης ότι στην περίπτωση αναγνώρισης επαγγελματικών προσόντων του νομοθετικά κατοχυρωμένου επαγγέλματος του μηχανικού, τα κράτη μέλη, όταν κατά την εσωτερική τους νομοθεσία υφίσταται αρχή ή οργανισμός με αποκλειστική αρμοδιότητα, μεταξύ άλλων, τον έλεγχο του επαγγέλματος του μηχανικού, την εγγύηση του επιπέδου των σχετικών υπηρεσιών, τη χορήγηση των σχετικών αδειών και την τήρηση του μητρώου, είναι κατ’ αρχήν υποχρεωμένα να ορίσουν αυτή την αρχή ή τον οργανισμό, ως «αρμόδια αρχή». Σε κάθε πάντως περίπτωση, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η Οδηγία, όταν τίθεται θέμα αναγνώρισης επαγγελματικών προσόντων μηχανικών, δεν επιτρέπει να ορίζεται ως «αρμόδια αρχή» συλλογικό όργανο, όπως είναι το ΣΑΕΠ, το οποίο απαρτίζεται κατά πλειοψηφία από πρόσωπα που δεν έχουν την απαιτούμενη επαγγελματική κατάρτιση και εμπειρία. Τα δεδομένα αυτά τεκμηριώνουν την άποψη του ΤΕΕ ότι η Ελλάδα έχει μεταφέρει πλημμελώς την οδηγία 2005/36/ΕΚ, γι’ αυτό και ζητά την παρέμβαση της Επιτροπής της ΕΕ.
ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΤΕΕ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΙΤΑΛΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Η Ιταλία δεν ελέγχει αποτελεσματικά τα πτυχία συγκεκριμένων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων της
Σε ότι αφορά την προσφυγή κατά της Ιταλικής Δημοκρατίας, υπογραμμίζεται ότι δεν τηρείται η υποχρέωση που έχει αναλάβει η γειτονική χώρα αναφορικά με την εφαρμογή – και εντός των συνόρων της – των ελάχιστων όρων εκπαίδευσης αρχιτέκτονα, όπως αυτοί έχουν συμφωνηθεί μεταξύ των κρατών μελών και αποτυπώνονται στο άρθρο 46 της Οδηγίας. Η υποχρέωση αυτή συνίσταται στην εξασφάλιση, μεταξύ άλλων, ότι η εκπαίδευση αρχιτέκτονα που οδηγεί στην απονομή ενός από τα πτυχία του Παραρτήματος V στο έδαφος κάθε κράτους μέλους, είναι τουλάχιστον τετραετής πανεπιστημιακού επιπέδου, με πρωταρχικό αντικείμενο την αρχιτεκτονική. Παραβίαση που έχει ως αποτέλεσμα το ΤΕΕ, να υποχρεώνεται, χωρίς να μπορεί να προχωρήσει σε έλεγχο ουσίας, να αναγνωρίσει αυτόματα, κάθε φορά που υποβάλλεται σχετική αίτηση, τον τίτλο εκπαίδευσης που έχει χορηγηθεί από τις Ιταλικές αρχές και επιτρέπει στον κάτοχο την ανάληψη επαγγελματικών δραστηριοτήτων αρχιτέκτονα, ακόμη και όταν ο τίτλος σπουδών δεν πληροί τους ελάχιστους όρους εκπαίδευσης αρχιτέκτονα. Με άλλα λόγια, η Ιταλική Δημοκρατία δεν ελέγχει αποτελεσματικά τα πτυχία που χορηγούνται από συγκριμένα εκπαιδευτικά ιδρύματα στο έδαφός της, με αποτέλεσμα να ενεργεί κατά παράβαση της υποχρέωσης τήρησης των ελάχιστων όρων εκπαίδευσης, σύμφωνα με τις διατάξεις της Οδηγίας.
ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΤΕΕ ΚΑΤΑ ΗΝΩΜΕΝΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
Το Ηνωμένο Βασίλειο αποδέχεται πτυχία, χωρίς επαρκή και ουσιαστική εκπαίδευση μηχανικών
Σε ότι αφορά το Ηνωμένο Βασίλειο, το ΤΕΕ καταγγέλλει ότι αφενός, δεν ελέγχει επαρκώς την ποιότητα των πτυχίων μηχανικών που απονέμονται από εκπαιδευτικά ιδρύματα ανώτατης εκπαίδευσης που είναι εγκατεστημένα στην επικράτειά του, ενώ βεβαιώνει ότι συγκεκριμένα προσόντα παρέχουν πρόσβαση στο επάγγελμα αυτό, στην πράξη, η άσκηση του επαγγέλματος μόνο με τα προσόντα αυτά, δεν είναι δυνατή ούτε στην επικράτειά του ! Συνεπώς, το Ηνωμένο Βασίλειο με την πρακτική αυτή καταστρατηγεί συστηματικά την Οδηγία 2005/36/ΕΚ σχετικά με την αναγνώριση των επαγγελματικών προσόντων. Επιπλέον, το Ηνωμένο Βασίλειο κάνει δεκτά για πρόσβαση στο επάγγελμα του μηχανικού πτυχία τα οποία ουδόλως πληρούν την ελάχιστη προϋπόθεση της επαρκούς και ουσιαστικής εκπαίδευσης μηχανικών. Και τούτο διότι οι σπουδές που αντιστοιχούν στα πτυχία αυτά δεν έχουν γίνει εξ ολοκλήρου στο Ηνωμένο Βασίλειο αλλά σε σχολές εγκατεστημένες στην Ελλάδα, στις οποίες, όμως, η παρεχόμενη εκπαίδευση δεν ανταποκρίνεται στο ελάχιστο περιεχόμενο σπουδών που απαιτείται προκειμένου να απονεμηθούν τα αντίστοιχα πτυχία. Παρόλα αυτά, τα εκπαιδευτικά ιδρύματα του Ηνωμένου Βασιλείου προσμετρούν στα απαιτούμενα έτη σπουδών και τα έτη σπουδών που έχουν γίνει στις ελληνικές σχολές, με την εσφαλμένη εκτίμηση ότι η παρεχόμενη γνώση σε αυτές αναπληρώνει επαρκώς τη γνώση που παρέχεται στο Ηνωμένο Βασίλειο κατά τα αντίστοιχα έτη, τα οποία «χάνουν» όσοι σπουδάζουν στις σχολές που έχουν ιδρυθεί «ελέω» Βρετανικών ανώτατων σχολών. Ειδικότερα, όπως αναφέρεται στην καταγγελία, οι πτυχιούχοι ναυπηγοί μηχανολόγοι μηχανικοί αποκτούν πλήρη επαγγελματικά δικαιώματα στο Ηνωμένο Βασίλειο όχι με την απόκτηση του πτυχίου τους αλλά αφού γίνουν μέλη της RINA ως «Chartered Engineers». Κατ’ εξαίρεση, για να αποκτήσουν πλήρη επαγγελματικά δικαιώματα οι συγκεκριμένοι πτυχιούχοι, πρέπει να έχουν επιπλέον «επαγγελματική ικανότητα» («professional competence»). Συνεπώς, στο Ηνωμένο Βασίλειο, υπάρχουν δύο κατηγορίες ναυπηγών μηχανολόγων μηχανικών που έχουν τα απαιτούμενα επαγγελματικά προσόντα για να ασκούν το επάγγελμα. Όμως, ενώ η πρώτη κατηγορία των Chartered Engineers είναι πλήρως ρυθμιζόμενη νομοθετικά και ακολουθεί μια τυπική διαδικασία, η δεύτερη είναι εντελώς αόριστη, αφού δεν προσδιορίζεται με σαφήνεια τι είδους και τι επιπέδου επαγγελματική ικανότητα απαιτείται και ποια χαρακτηριστικά πρέπει να έχει αυτή, προκειμένου να θεωρείται επαρκής για την πρόσβαση στο επάγγελμα. Το αποτέλεσμα είναι ότι στη δεύτερη αυτή κατηγορία εμπίπτουν κατ’ αποτέλεσμα όλοι οι πτυχιούχοι ναυπηγοί μηχανολόγοι μηχανικοί που αποφοιτούν από Πανεπιστήμια του Ηνωμένου Βασιλείου και δεν είναι Chartered Engineers. Με βάση την Βρετανική αυτή νομοθετική αοριστία, οι συγκεκριμένοι πτυχιούχοι, εφόσον δεν αποκτούν μεταπτυχιακό τίτλο και, επομένως, δεν μπορούν να γίνουν Chartered Engineers, δεν μπορούν να έχουν πρόσβαση στο επάγγελμα του ναυπηγού στο Ηνωμένο Βασίλειο και αναγκάζονται να αναζητήσουν εργασία σε άλλα κράτη μέλη ! Ακόμη και αν η πρακτική αυτή, δεν παραβιάζει το γράμμα, σίγουρα όμως παραβιάζει το πνεύμα της Κοινοτικής Οδηγίας, σύμφωνα με το οποίο επαγγελματικά προσόντα που έχουν αποκτηθεί σε κράτος μέλος αναγνωρίζονται σε άλλο κράτος μέλος μόνον όταν αυτά οδηγούν πράγματι στην άσκηση του συγκεκριμένου επαγγέλματος στο κράτος μέλος καταγωγής. Κατά συνέπεια, υπογραμμίζει το ΤΕΕ, η Επιτροπή της ΕΕ θα πρέπει να αναγνωρίσει ότι το Ηνωμένο Βασίλειο, διατηρώντας ηθελημένα τη νομοθετική αυτή ασάφεια και δημιουργώντας, στην πράξη, δύο κατηγορίες ναυπηγών (μία για το εσωτερικό και μία προς «εξαγωγή») παραβιάζει την Οδηγία 2005/26/ΕΚ.