To βιβλίο της καθηγήτριας του ΕΜΠ Γεωργίας Μαυρογόνατου, με τίτλο «Νεωτερικότητα και μηχανικοί- Ιστορικές και ιστοριογραφικές διαστάσεις, 18ος – 20ος αιώνας», κυκλοφορεί από τις εκδόσεις 24γραμματα.
Το βιβλίο –όπως αναφέρεται σε ανακοίνωση- διερευνά την ανάδυση μιας νέας κοινωνικής ομάδας, των μηχανικών, στη σύγχρονη εποχή. Πέρα από το γεγονός ότι η μελέτη συνεισφέρει στο ιστοριογραφικό πεδίο, το ιδιαίτερα ενδιαφέρον στοιχείο της είναι η ιστορική καταγραφή της ανάδυσης των σπουδών και του επαγγέλματος των μηχανικών από τον 19ο στον 20 αιώνα, παρακολουθώντας τη διεθνή βιβλιογραφία και προβληματισμό στο πεδίο των σπουδών μηχανικού. Οι μηχανικοί συνδέθηκαν με την επιστημονική ρύθμιση των κοινωνικών προβλημάτων, με τη συγκρότηση της σύγχρονης γραφειοκρατίας, με την οργάνωση του χώρου, με τη δημιουργία των υποδομών, με την ορθολογική αξιοποίηση των πόρων και του χρόνου, με την τεχνικότητα, με την οικονομική ανάπτυξη και με την πρόοδο. Όφειλαν να υπερβούν τις εξειδικευμένες δεξιότητες του μηχανικού και να συμβάλουν στην επίσπευση της έλευσης μιας νέας εποχής, όπου η πρόοδος θα συντελείται χωρίς κρίσεις, με τρόπο συνεχή, κανονικό, και σε κάθε στιγμή.
Στις εξαιρετικά πυκνές και διαφωτιστικές σελίδες πρώτου κεφαλαίου του βιβλίου επιχειρείται μια θεωρητική προσέγγιση των τρόπων με τους οποίους οι μηχανικοί διαμόρφωσαν τους εκπαιδευτικούς και επαγγελματικούς θεσμούς και κατασκεύασαν την ταυτότητά τους ως κατ’ εξοχήν εκφραστές του ιδεώδους της προόδου, φορείς της ορθολογικότητας και της τεχνολογίας. Συγκεκριμένα εξετάζονται οι εξελίξεις στο χώρο της τεχνικής εκπαίδευσης σε διαφορετικά οικονομικά, πολιτικά, πολιτισμικά και κοινωνικά περιβάλλοντα των χωρών της Δυτικής Ευρώπης και των ΗΠΑ. Οι εξελίξεις αυτές διαμόρφωσαν τις εθνικές ταυτότητες των μηχανικών. Καταδεικνύονται για παράδειγμα οι μεγάλες αντιθέσεις κυρίως μεταξύ των δύο μεγάλων παραδόσεων στο χώρο των μηχανικών: της αγγλοσαξωνικής και της ηπειρωτικής (κυρίως Γαλλία και Γερμανία) με καθοριστικό παράγοντα το ρόλο που διαδραμάτισαν οι επαγγελματικές ενώσεις στην πρώτη περίπτωση και το κράτος στη δεύτερη. Ταυτόχρονα, όμως, αναδεικνύονται και οι κοινές παραδόσεις στις επιστήμες του μηχανικού που δημιουργήθηκαν μέσα από τη στενή επικοινωνία και την ανταλλαγή τεχνογνωσίας.
Αντλώντας από σύγχρονες ιστορικές και κοινωνιολογικές μελέτες, η συγγραφέας διερευνά την εννοιολογική μεταβολή των όρων «καθαρή επιστήμη» και «βασική έρευνα» σε αντίθεση με τους όρους «εφαρμοσμένη επιστήμη» και «τεχνολογία», απορρίπτοντας τη θετικιστική θεώρηση της τεχνολογίας ως αυτόματης εφαρμογής της επιστήμης, και εξετάζει την συν-διαμόρφωση και τη γόνιμη αλληλεπίδραση των όρων αυτών.
Εξαιρετικά ενδιαφέρον και πρωτότυπο στοιχείο του έργου αποτελεί η συγκρότηση των επιστημών του μηχανικού, ως ένα πολύπλοκο σώμα γνώσης, με επιστημονικά θεμελιωμένα γνωστικά αντικείμενα, επιστημονικές αρχές και νέα εργαλεία που οδηγούσαν σε ακριβείς προβλέψεις, ως απόρροια των ραγδαίων αλλαγών στο σχεδιασμό και τη διαχείριση του χώρου και των πόρων. Ένα άλλο σημείο που αναδεικνύεται σ’ αυτό το πρώτο μέρος του βιβλίου, είναι η αναγνώριση του ρόλου των μηχανικών ως θεματοφύλακες του δημόσιου συμφέροντος και η κινητοποίηση της γνώσης και της εμπειρίας τους εκ μέρους των κυβερνήσεων στην υλική διαμόρφωση και στο μετασχηματισμό του σύγχρονου Δυτικού κράτους. Έτσι λοιπόν, η ιστορία των μηχανικών είναι σε μεγάλο βαθμό η ιστορία συγκεκριμένων ανθρώπων ως μια σύνθεση υλικότητας και πνεύματος, σκέψης και πράξης.
Η έρευνα είναι εξόχως ενδιαφέρουσα για τον Έλληνα αναγνώστη επειδή ακριβώς τον εισάγει στις απαρχές της τεχνικής εκπαίδευσης στην Ελλάδα και ειδικότερα στην πορεία του Μετσόβιου Πολυτεχνείου. Με αφετηρία τον 19ο αιώνα, το βιβλίο παρακολουθεί την ίδρυση του Πολυτεχνείου (Σχολείου των Τεχνών) και τη σταδιακή του αναβάθμιση σε συνάφεια με μια σειρά θεσμικές αλλαγές (αναδιοργάνωση των κρατικών τεχνικών υπηρεσιών), κυρίως την τρικουπική περίοδο στο πλαίσιο της υλοποίησης των μεγάλων έργων. Οι οικονομικές εξελίξεις και οι τεχνολογικές αλλαγές του τέλους του 19ου αιώνα, διαμορφώνουν τις συνθήκες για τη συγκρότηση των πρώτων ομάδων μηχανικών, οι περισσότεροι με σπουδές στο εξωτερικό, που σταδιακά αντικαθιστούν τους στρατιωτικούς μηχανικούς της Σχολής Ευελπίδων, τους ήρωες αναμόρφωσης του χώρου των πρώτων δεκαετιών ίδρυσης του ελληνικού κράτους.
Η διαδρομή του πολυτεχνείου παρακολουθεί τη νεώτερη ιστορία του ελληνικού κράτους. Πράγματι, τη δεύτερη δεκαετία του 20ου αιώνα, το 1914, στο πλαίσιο του βενιζελικού εκσυγχρονισμού και της αυξημένης τεχνικότητας, θα σημάνει την ακαδημαϊκή αναβάθμιση -«ανωτατοποίηση»- του Πολυτεχνείου, αποκτώντας τα χαρακτηριστικά ενός ιδρύματος ελίτ υψηλού κύρους. Οι σπουδές αποκτούν έναν χαρακτήρα μεταξύ «καθαρής» επιστήμης και τεχνικών εφαρμογών, ενώ το ΕΜΠ εξελίσσεται στον βασικότερο τροφοδότη του κράτους σε δυναμικό επιστημονικά εκπαιδευμένο σε τεχνικά θέματα.
Η φυσιογνωμία του επαγγέλματος των Ελλήνων μηχανικών είναι ταυτισμένη με τη ίδρυση, την πορεία και τις παρεμβάσεις του επαγγελματικού τους θεσμού, του Τεχνικού Επιμελητηρίου της Ελλάδας. Το ΤΕΕ διεκδικούσε θέση στον σχεδιασμό της τεχνικής πολιτικής του κράτους, και συγχρόνως απέβλεπε στην υπεράσπιση των συμφερόντων των μελών του, επιδιώκοντας τον εξοβελισμό από τον κλάδο των εμπειροτεχνών και των αλλοδαπών μηχανικών. Με σκευή το τεχνοκρατικό ιδεώδες, το ΤΕΕ επαγγέλονταν την αντικειμενικότητα και την ουδετερότητα της επιστήμης και της τεχνολογίας, άρα και των φορέων της, των μηχανικών, στην επίλυση των κοινωνικών προβλημάτων.
Με αναφορά το ΤΕΕ οι μηχανικοί την περίοδο του Μεσοπολέμου συγκροτούν μια κοινωνική ελίτ με αξιοσημείωτη την κυριαρχία των μηχανικών που σχετίζονται με τον κατασκευαστικό τομέα. Η συμμετοχή τους στα τεχνικά έργα της περιόδου (οικιστικά προγράμματα και μεγάλα έργα υποδομών) είναι καθοριστική, ενώ η παρέμβαση μιας δυναμικής ομάδας μηχανικών, του λεγόμενου «Κύκλου της Ζυρίχης», παρότι θα δημιουργήσει «θύλακες» στο χώρο της βιομηχανικής παραγωγής (τσιμέντα και χημικά) εν τούτοις δεν θα έχει συνέχεια. Ο κατασκευαστικός τομέας και το «κράτος» ήταν τα πεδία γύρω από τα οποία διαμορφώθηκε η ταυτότητα των μηχανικών.
Η συγγραφέας ολοκληρώνει τη μελέτη της με αναφορές στις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες, όταν οι μηχανικοί ήταν οι πρωταγωνιστές των συντελευμένων αλλαγών στη βιομηχανία και τις κατασκευές (κυρίως στην κατοικία), οι οποίες αποτυπώθηκαν στην αύξηση του εθνικού πλούτου της χώρας. Κύρια χαρακτηριστικά ήταν η σχετική μαζικοποίηση του επαγγέλματος, η είσοδος των γυναικών στο επάγγελμα και η αλλαγή καθεστώτος στην απασχόληση αφού υπήρξε μείωση των απασχολουμένων στις κρατικές υπηρεσίες και αύξηση των ελευθέρων επαγγελματιών. Από τη σκοπιά του κοινωνικού κύρους, οι μηχανικοί μαζί με τους γιατρούς και τους δικηγόρους αποτελούσαν την ελίτ στο επαγγελματικό πεδίο των επιστημόνων.
Η Γεωργία Μαυρογόνατου είναι διδάκτορας της Ιστορίας της Επιστήμης και της Τεχνολογίας και διδάσκει στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο.