Έφυγε από τη ζωή στις 10 Μαρτίου, σε ηλικία 84 ετών, ο Φίλιππος Βασιλείου Πολιτικός Μηχανικός και ένας από τους κορυφαίους μηχανικούς της γενιάς του καθώς μελέτησε ή κατασκεύασε εκατοντάδες έργα που καλύπτουν σχεδόν το σύνολο του εύρους του αντικειμένου.
Υπήρξε πρωτοπόρος αναλαμβάνοντας έργα που άλλοι αρνούνταν και χάραξε το δικό του μονοπάτι δίνοντας πρωτότυπες λύσεις εκτός κανονισμών αλλά εντός κανόνων της επιστήμης.
Γεννήθηκε το 1941 από οικογένεια κτηνοτρόφων της Γκρίμπιανης Ιωαννίνων –και ήταν περήφανος για αυτό. Αποφοίτησε από τη σχολή Πολιτικών Μηχανικών του ΑΠΘ το 1964. Σε ηλικία 26 ετών πήγε στη Γαλλία όπου μελέτησε σειρά εντυπωσιακών έργων, όπως το στάδιο Parc des Princes (μετέπειτα έδρα της PSG), καθώς και κομμάτι του υπόγειου τμήματος του περιφερειακού δακτυλίου του Παρισίου.
Με την επιστροφή του στην Ελλάδα, ακολούθησε 48χρονη επαγγελματική πορεία, μέχρι που τα σοβαρά προβλήματα υγείας δεν του επέτρεπαν να συνεχίσει. Με πατέρα Μακρονησιώτη, παρά το έμφυτο ταλέντο του στη Μηχανική, επέλεξε να ζει από τη δουλειά του και να μην αξιοποιήσει τις ευκαιρίες κοινωνικής εκτόξευσης που δίνονταν σε αυτή τη γενιά των μηχανικών.
Στη διάρκεια της επαγγελματικής του σταδιοδρομίας μελέτησε, κατασκεύασε ή ενίσχυσε εκατοντάδες γέφυρες, κατοικίες, κτίρια γραφείων, νοσοκομεία, σχολεία, πολιτιστικά κέντρα, εκκλησίες, καθώς και υδραυλικά έργα. Βελτίωσε τη φέρουσα ικανότητα της γέφυρας του Ισθμού με προένταση στη σιδηροκατασκευή. Επισκεύασε με πρωτότυπες μεθόδους δεκάδες κτίρια που είχαν πληγεί από σεισμούς.
Μελέτησε και εκτέλεσε την πρώτη στην Ελλάδα μεταφορά γέφυρας σε νέα θέση (γέφυρα Ματσουκίου, 1985) καθώς και τη μοναδική μέχρι τώρα μεταφορά λίθινου γεφυριού.
Συμμετείχε στη μελέτη του Master Plan του Μετρό της Αθήνας.
Χαρακτηριστικό ήταν ότι συχνά έκανε ο ίδιος βαριές οικοδομικές δουλειές γιατί του άρεσε και το θεωρούσε κομμάτι της δουλειάς, ενώ δίπλα του μαθήτευσαν νέοι μηχανικοί. Διασκέδαζε όταν στο εργοτάξιο οι επισκέπτες ζητούσαν «τον μηχανικό» και δεν πίστευαν ότι τον είχαν μπροστά τους, σκονισμένο και μέσα στις λάσπες. Ήθελε να τον εκτιμούν από τα αποτελέσματα της δουλειάς που είχε κάνει ο ίδιος –και όχι κάποιος άλλος.
Παρόλο που δεν επεδίωξε ποτέ να διευθύνει κάποιο πολυμελές τεχνικό γραφείο, κατά καιρούς διάφοροι νέοι μηχανικοί μαθήτευσαν κοντά του. Οι ίδιοι αναφέρουν ότι αυτή η μαθητεία τούς διαμόρφωσε ως μηχανικούς, καθώς με χαρά μοιράζονταν την πείρα του.
Δεν διοχέτευσε τη δημιουργικότητά του μόνον στην κατασκευή. Ίσως επειδή δεν του άρεσαν αυτά που έβρισκε έτοιμα στην αγορά τη δεκαετία του 1970, ασχολήθηκε με τον σχεδιασμό παιδικών παιχνιδιών που προάγουν το ενδιαφέρον για τη φυσική επιστήμη (μηχανισμοί για αλλαγές μορφών κίνησης, παιχνίδια σχετικά με τον μαγνητισμό κ.ά.).
Κατά τη διάρκεια της χούντας μετέφερε εκρηκτικά κρυμμένα στα λάστιχα του αυτοκινήτου του από το Παρίσι στην Ελλάδα, χωρίς να αναρωτιέται ιδιαίτερα ποια οργάνωση βοηθά. Αρχές του 1973 το γραφείο του αποτέλεσε το σημείο συνάντησης των «ανήσυχων» που οργάνωσαν με επιτυχία την «ανακατάληψη» του Διοικητικού Συμβουλίου του Συλλόγου Πολιτικών Μηχανικών από τα χέρια των διορισμένων διοικήσεων της χούντας. Στη Μεταπολίτευση δραστηριοποιήθηκε για ένα διάστημα ως μέλος του ΚΚΕ. Έπειτα, συνέβαλε καθοριστικά στην ανέγερση των πρώτων ιδιόκτητων Γραφείων του ΚΚΕ στον Περισσό ως μελετητής και επιβλέπων για το μεγαλύτερο κομμάτι ενός έργου για το οποίο ήταν πάντα περήφανος και τη συμμετοχή του στο οποίο αισθανόταν ως καθήκον.
Ο Φίλιππος Βασιλείου ανέπτυξε αρθρογραφία για ζητήματα του χώρου μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 2000 στο «Αντί», στον «Ριζοσπάστη», στον «Ελεύθερο Τύπο», στο «Βήμα» και στην «Ελευθεροτυπία».
Αν «πολιτισμός είναι η συμπεριφορά και η έκφραση του ανθρώπου όταν τα έχει χάσει όλα, έχει απωλέσει τη μνήμη και τη συνείδηση του», ίσως αξίζει μια χαρακτηριστική αναφορά στα τελευταία χρόνια της ζωής του, όταν έπασχε από άνοια. Σε κάποια φάση της εξέλιξης της νόσου είχε πλέον πρακτικά αποσυρθεί από το «ταπεινό περιβάλλον», όμως θυμόταν αυτολεξεί και παρέθετε εξαιρετικά χαρούμενος το εξής απόσπασμα από την απολογία του Μπελογιάννη, το οποίο φαίνεται να ήταν χαραγμένο μέσα του: «Αγωνιζόμαστε για να ξημερώσουν στη χώρα μας καλύτερες μέρες χωρίς πείνα και πόλεμο. Για τον σκοπό αυτό αγωνιζόμαστε και όταν χρειαστεί θυσιάζουμε και τη ζωή μας».
Από το σημείωμα της οικογένειάς του